βρίζω — to be sleepy pres subj act 1st sg βρίζω to be sleepy pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίζω — βρίζω, έβρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βρίζω — Θαλάσσια θεότητα, που χρησμοδοτούσε με όνειρα και λατρευόταν κυρίως στη Δήλο. Σε αυτήν κατέφευγαν σύζυγοι, μητέρες και αδελφές των ναυτικών, ζητώντας πληροφορίες για τους συγγενείς τους. * * * (I) υβρίζω, λέω λόγια προσβλητικά και άπρεπα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ατσαλίζω — βρίζω … Dictionary of Greek
βρίξαι — βρίζω to be sleepy aor imperat mid 2nd sg βρίζω to be sleepy aor inf act βρίξαῑ , βρίζω to be sleepy aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίζει — βρίζω to be sleepy pres ind mp 2nd sg βρίζω to be sleepy pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίζοντα — βρίζω to be sleepy pres part act neut nom/voc/acc pl βρίζω to be sleepy pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίσαν — βρίζω to be sleepy aor part act neut nom/voc/acc sg βρίζω to be sleepy aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Бридза — (Βριζώ) богиня на Делосе, чтимая особенно женщинами, которые приносили ей в небольших челночках съестные припасы для того, чтобы она охраняла мореплавателей. По преданию, она давала также прорицания во сне … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ατιμολογώ — βρίζω, κακολογώ … Dictionary of Greek